επίζευξις

επίζευξις
ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω]
1. δέσιμο, σύνδεση
2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεπίζευξις — εύξεως, ἡ, ΜΑ το σχήμα κατά το οποίο ρήμα που έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται κατά πληθυντικό ή δυϊκό αριθμό με το πρώτο, αλλ. προδιεζευγμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπίζευξις «σύνδεση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”